χήνειος

χήνειος
-α, -ο / χήνειος, -εία, -ον, ΝΜΑ, και χήνιος, -ία, -ον, Μ, και ιων. τ. χήνεος, -έα, -ον, Α [χήν / χήνα]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χήνα, χηνήσιος
νεοελλ.
φρ. «χήνειο δέρμα»
ιατρ. χαρακτηρισμός δέρματος που παρουσιάζει, σε ορισμένες περιπτώσεις, την όψη μαδημένης χήνας λόγω τής αντανακλαστικής συστολής τών ορθωτήρων μυών τών τριχών
αρχ.
φρ. «χήνειον ἧπαρ» — περιζήτητο και ακριβό έδεσμα από συκώτι χήνας Αθήν..

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χήνειος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηνείων — χήνειος of fem gen pl χήνειος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηνέων — χήνειος of fem gen pl (ionic) χήνειος of masc/neut gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χήνειον — χήνειος of masc acc sg χήνειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηνείοις — χήνειος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηνείου — χήνειος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηνείῳ — χήνειος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χήνεια — χήνειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χήνει' — χήνεια , χήνειος of neut nom/voc/acc pl χήνειε , χήνειος of masc voc sg χήνειαι , χήνειος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηνεία — χηνείᾱ , χήνειος of fem nom/voc/acc dual χηνείᾱ , χήνειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”