- χήνειος
- -α, -ο / χήνειος, -εία, -ον, ΝΜΑ, και χήνιος, -ία, -ον, Μ, και ιων. τ. χήνεος, -έα, -ον, Α [χήν / χήνα]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χήνα, χηνήσιοςνεοελλ.φρ. «χήνειο δέρμα»ιατρ. χαρακτηρισμός δέρματος που παρουσιάζει, σε ορισμένες περιπτώσεις, την όψη μαδημένης χήνας λόγω τής αντανακλαστικής συστολής τών ορθωτήρων μυών τών τριχώναρχ.φρ. «χήνειον ἧπαρ» — περιζήτητο και ακριβό έδεσμα από συκώτι χήνας Αθήν..
Dictionary of Greek. 2013.